- προγενέτωρ
- -ορος, ὁ, Αβλ. προγεννήτωρ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προγενέτορες — προγενέτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προγεννήτωρ — και προγενέτωρ, ορος, ὁ, θηλ. προγεννήτειρα, Α 1. ο προπάτωρ, ο πρώτος πατέρας γένους, ο γενάρχης 2. το θηλ. η πρώτη μητέρα γενιάς, προμήτωρ 3. στον πληθ. οἱ προγεννήτορες οι πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προγεννῶ/προγίγνομαι + επίθημα τωρ (πρβλ.… … Dictionary of Greek